- ενσωματώνω
- (AM ἐνσωματῶ, -όω) [σωματώ]ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.νεοελλ.συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενσωματώνω — ενσωματώνω, ενσωμάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενσωματώνω — ενσωμάτωσα, ενσωματώθηκα, ενσωματωμένος, μτβ., ενώνω δύο ή περισσότερα σε ένα, τα κάνω ένα σώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακεφαλαιώνω — (Α και ἀνακεφαλαιοῡμαι, όομαι), επαναλαμβάνω τα προαναφερθέντα τονίζοντας τα κύρια σημεία, κάνω συνοπτική επανάληψη, περίληψη νεοελλ. ενσωματώνω τους τόκους στο κεφάλαιο και ανατοκίζω το νέο ποσόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κεφαλαιοῦμαι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… … Dictionary of Greek
συναναλαμβάνω — ΜΑ 1. ενσωματώνω 2. (το παθ.) συναναλαμβάνομαι (για άρτο) ζυμώνομαι με κάτι άλλο αρχ. 1. παίρνω κάτι μαζί με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ὥσπερ... ἀνείληφε σῶμα οὕτως συνανείληφε τῷ σώματι καὶ τὰ ἀλγεινὰ αὐτοῡ», Ωριγ.) 2. (για φαρμ. ουσίες)… … Dictionary of Greek
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek